Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα για το δημοτικό τραγούδι και μουσική, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: έγχορδα, πνευστά και κρουστά.
Έγχορδα είναι το λαούτο, το βιολί, οι λύρες (κρητική, ποντιακή ή θρακιώτικη), το σαντούρι κ.α.
Πνευστά είναι το κλαρίνο, η φλογέρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς κ.α..
Κρουστά είναι το νταούλι, το ντέφι, το τουμπερλέκι κ.α..
Η κάθε περιοχή ανάλογα με τα τραγούδια και τους χορούς της, χρησιμοποιεί και διαφορετικά μουσικά όργανα.
ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ
Η Τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η Γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως Σαμπούνα στην Άνδρο, Ασκομαντούρα στην Κρήτη, Τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία.
Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου, την Τσαμπούνα. Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας
Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από ξύλο πικροδάφνης και είναι 7 - 8 εκ. Έχει αυλάκι στο εσωτερικό που καταλήγει σε χωνί. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο, ενώ τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια» ή «πιπίνια», που βγάζουν τη «φωνή».
Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο άκρο του έχει μονό γλωσσίδι. Αυτά τοποθετούνται μέσα από το δέρμα στο ένα από τα ελεύθερα πόδια του ζώου. Στο άλλο πόδι εφαρμόζεται το επιστόμιο, η συσκευή που φυσάει ο οργανοπαίκτης. Το επιστόμιο είναι ένας μικρός σωλήνας από καλάμι ή πικροδάφνη, ο οποίος προσαρμόζεται στο δέρμα ή στην τρύπα ενός καρουλιού που στερεώνεται στο ίδιο σημείο. Εκεί τοποθετείται και η δερμάτινη βαλβίδα, ώστε να μην φεύγει ο αέρας στο διάστημα που ο τσαμπουνιέρης σταματά για να πάρει ανάσα.
Η Τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή, ενώ ανάλογα με την απόσταση που έχουν οι τρύπες στα καλάμια καθορίζονται και τα διαστήματα. Ο ήχος της Τσαμπούνας είναι οξύς και δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Παίζεται συνήθως, μαζί με άλλα όργανα, σε πανηγύρια, τοπικές εορτές και γάμους.
Για να την ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:ΓΚΑΙΝΤΑ
Γκάιντα ή τσαμπούνα ή τουλούμι ή αγγείο είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή είδος παραδοσιακού μουσικού πνευστού μουσικού οργάνου, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος. Η γκάιντα αποτελεί παραδοσιακό μουσικό όργανο σε όλη την Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Η γκάιντα αποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς γλωττιδόφωνους αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο.
Για να την ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
15 ΓΚΑΪΝΤΑ.mp3 (196568)
ΦΛΟΓΕΡΑ
Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, ανοικτό και στα δύο του άκρα, στο ένα άκρο φέρει επιστόμιο που παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει ευθυγραμμισμένες τρύπες, σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι ή ξύλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 50 περίπου εκατοστά. Η φλογέρα, πέραν του ότι χρησιμοποιείται από τον λαό της ελληνικής υπαίθρου, είναι από τα μουσικά όργανα που διδάσκονται τα παιδιά μουσική στα δημόσια σχολεία.
Για να την ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
31 ΦΛΟΓΕΡΑ.mp3 (1312519)
ΚΛΑΡΙΝΟ
Το κλαρίνο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΤΟΥΜΠΕΛΕΚΙ
Το τουμπελέκι είναι μια μικρογραφία τυμπάνου. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Η βάση του είναι συνήθως από μέταλλο. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι "μαρκάρει" τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΝΤΑΟΥΛΙ
Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης), το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Το νταούλι (τύμπανο) συνοδεύει συχνά το κλαρίνο και τον ζουρνά στα χοροστάσια των λαϊκών πανηγυριών και παλαιότερα συμμετείχε με συνδυασμούς οργάνων στη βυζαντινή στρατιωτική μουσική.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΝΤΕΦΙ
Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν. Τα περισσότερα ντέφια που βλέπει κανείς σήμερα στη δυτική λαϊκή μουσική είναι χωρίς τη μεμβράνη. Το ντέφι παίζεται με διάφορους τρόπους: Κρατώντας το ή στερεώνοντάς το σε μια βάση, κτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το, ή κτυπώντας το στο πόδι. Συναντάται σε διάφορα είδη μουσικής: Αρχαία ελληνική και λαϊκή μουσική, κλασική μουσική, περσική μουσική, γκόσπελ, ποπ και ροκ.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
Solo Epirotiko Defi by Gerasimos Siasos - Solo Ηπειρώτικο Ντέφι.mp3 (1986176)
ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ
Ο Ταμπουράς, με την γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ' αυτή την οικογένεια.
Ο ταμπουράς γενικά, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι), καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινά χρόνια.
Για να τον ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΜΠΑΓΛΑΜΑΣ
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι είναι νυκτό μουσικό όργανο, όπως κι ο ταμπουράς, και μικρογραφία του μπουζουκιού, που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι. Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίχτες να τον κρύψουν εύκολα αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επί δικτατορίας .
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ
Το Μαντολίνο είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Γεννήθηκε λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Είναι η τελειοποίηση της Mandola ή Mantola ενός οργάνου που χρονολογείται από τον μεσαίωνα μιας και το όνομά του βεβαιώνεται με μαρτυρίες από το 1210. Είναι βέβαιο ότι πολύ λίγα από τα σημερινά όργανα μουσικής μπορούν να «καυχηθούν» για μια τόσο παλιά προέλευση.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
22 ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ.mp3 (2130674)
ΛΑΟΥΤΟ
Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσικήχρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα.
Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες.
Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου και συνοδεύει συνήθως την λύρα. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΟΥΤΙ
Το ούτι είναι νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Συγγενεύει με το λαούτο.
ΛΥΡΑ
Η λύρα είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, γνωστό για τη χρήση του στην Κλασική Αρχαιότητα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία η πρώτη λύρα κατασκευάστηκε από το Θεό Ερμή και ήταν δώρο προς το Θεό Απόλλωνα ώστε εκείνος να τον συγχωρήσει γα την κλοπή των βοδιών του. Αποτελούταν από καβούκι χελώνας και χορδές από τα εντόσθια ζώων. Κατά την Ελληνική και Ρωμαϊκή Κλασική Αρχαιότητα συνοδευόταν με απαγγελία στίχων. Η λύρα της κλασικής αρχαιότητας είναι παρόμοια σε εμφάνιση με μικρή άρπα, αλλά με ορισμένες διαφορές. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό. Παιζόταν με τα χέρια με χρήση πένας (πλήκτρο), σαν κιθάρα ή σαντούρι, και όχι σαν άρπα.
Οι νεότερες λύρες έχουν 3 χορδές και λόγω του έντονου ακουστικά χαρακτήρα τους, αποτελούν το κύριο όργανο (solo) με συνηθισμένη την συνοδεία άλλων οργάνων, όπως το λαούτο, το νταούλι, τη τσαμπούνα, το μαντολίνο κτλ.
Για να την ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΚΕΜΕΤΖΕΣ
Με το όνομα κεμετζές (αρσενικό ο), ή κεμεντζέ (θηλυκό, η) εννοούνται η Ποντιακή αλλά & η Πολίτικη λύρα, όνομα που κατά τους ερευνητές πιθανότερα να προέρχεται από την περσική λέξη «καμάτσια» που ως είδος λύρας εμφανίσθηκε στη Β. Περσία τον 10ο αιώνα (μ.Χ.), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (= σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ.
Για να τον ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΣΑΝΤΟΥΡΙ
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριον μέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ.
Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στη Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στηΜέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω.
Το σαντούρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών της Εγγύς Ανατολής.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
25 ΣΑΝΤΟΥΡΙ.mp3 (1874674)
ΚΑΝΟΝΑΚΙ
Το Κανονάκι (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα –το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα ως τρίγωνο ή επιγόνειο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως ψαλτήρι.
Είναι νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.
Για να το ακούσετε πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
Αν θέλετε να δείτε την παρουσίασή μας, πατήστε στην παρακάτω εικόνα:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
https://www.zaranikas.gr/paradosiaka.php
https://gym-mous-agrin.ait.sch.gr/index.php/2012-11-12-22-33-15/2012-11-15-20-53-11